σκορπάω

σκορπάω
σκορπάω (σπάν. σκορπώ), σκόρπισα βλ. πίν. 70 και πρβλ. σκορπίζω
——————
Σημειώσεις:
σκορπίζω, σκορπάω : σύμφωνα με τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, εφόσον υπάρχει ισοδύναμος τύπος σε -ίζω, επικρατεί ο αόριστος σε -ισα.
Το σκορπίζω έχει και παθητική αξία διαλύομαι (π.χ. σκόρπισε η παρέα).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκορπάω — βλ. σκορπίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκορπίζω — σκορπίζω, σκόρπισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. σκορπάω Σημειώσεις: σκορπίζω, σκορπάω : σύμφωνα με τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, εφόσον υπάρχει ισοδύναμος τύπος σε ίζω, επικρατεί ο αόριστος σε ισα. Το σκορπίζω έχει και παθητική αξία → διαλύομαι (π.χ.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εμπάσσω — ἐμπάσσω (AM) (Α και ἐμπάττω) 1. ραίνω, πασπαλίζω 2. σκορπάω κατά την ύφανση, ενυφαίνω («πολέας δ ἐνέπασσεν ἀέθλους») …   Dictionary of Greek

  • χρυσέμπαστος — ον, Α χρυσέμπαικτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἐμπάσσω «ραίνω, πασπαλίζω, σκορπάω κατά την ύφανση»] …   Dictionary of Greek

  • σκορπίζω — και σκορπάω και σκορπώ σκόρπισα, σκορπίστηκα, σκορπισμένος 1. ρίχνω εδώ κι εκεί, διασπείρω: Σκόρπισε το λίπασμα στο χωράφι. – Ο αέρας σκόρπισε τα φύλλα των δέντρων στους δρόμους. 2. σπαταλώ: Σκορπάει τα λεφτά του σε ανόητες διασκεδάσεις. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”