σκορπάω — βλ. σκορπίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκορπίζω — σκορπίζω, σκόρπισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. σκορπάω Σημειώσεις: σκορπίζω, σκορπάω : σύμφωνα με τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, εφόσον υπάρχει ισοδύναμος τύπος σε ίζω, επικρατεί ο αόριστος σε ισα. Το σκορπίζω έχει και παθητική αξία → διαλύομαι (π.χ.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εμπάσσω — ἐμπάσσω (AM) (Α και ἐμπάττω) 1. ραίνω, πασπαλίζω 2. σκορπάω κατά την ύφανση, ενυφαίνω («πολέας δ ἐνέπασσεν ἀέθλους») … Dictionary of Greek
χρυσέμπαστος — ον, Α χρυσέμπαικτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἐμπάσσω «ραίνω, πασπαλίζω, σκορπάω κατά την ύφανση»] … Dictionary of Greek
σκορπίζω — και σκορπάω και σκορπώ σκόρπισα, σκορπίστηκα, σκορπισμένος 1. ρίχνω εδώ κι εκεί, διασπείρω: Σκόρπισε το λίπασμα στο χωράφι. – Ο αέρας σκόρπισε τα φύλλα των δέντρων στους δρόμους. 2. σπαταλώ: Σκορπάει τα λεφτά του σε ανόητες διασκεδάσεις. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)